Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
ποσαχῶς
View word page
πορφυρίων
πορφυρίων πορφῠρίων, ωνος, ὁ, πορφύρα the water-hen, Ar.

ShortDef

Porphyrion
the water-hen

Debugging

Headword:
πορφυρίων
Headword (normalized):
πορφυρίων
Headword (normalized/stripped):
πορφυριων
IDX:
27108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27140
Key:
porfuri/wn

Data

{'content': 'πορφυρίων\n πορφῠρίων, ωνος, ὁ,\n πορφύρα\n the water-hen, Ar.', 'key': 'porfuri/wn'}