Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξέλεγκτος
View word page
ἀνεμόομαι
ἀνεμόομαι ἄνεμος to expose to the wind:— Pass., of the sea, to be raised by the wind, Anth.
ShortDef
to be filled with wind
Debugging
Headword:
ἀνεμόομαι
Headword (normalized):
ἀνεμόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεμοομαι
IDX:
2713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2714
Key:
a)nemo/w
Data
{'content': 'ἀνεμόομαι\n ἄνεμος\n to expose to the wind:— Pass., of the sea, to be raised by the wind, Anth.', 'key': 'a)nemo/w'}