Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσάπους
View word page
πορφυρίς
πορφυρίς πορφῠρίς, ίδος, ἡ, πορφύρα a purple garment or covering, Xen. a red-coloured bird, Ar.

ShortDef

a purple garment

Debugging

Headword:
πορφυρίς
Headword (normalized):
πορφυρίς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρις
IDX:
27107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27139
Key:
porfuri/s

Data

{'content': 'πορφυρίς\n πορφῠρίς, ίδος, ἡ,\n πορφύρα\n a purple garment or covering, Xen.\n a red-coloured bird, Ar.', 'key': 'porfuri/s'}