Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
ποσαπλάσιος
View word page
πορφυρεύω
πορφυρεύω πορφῠρεύω, to catch purple fish.
ShortDef
to catch purple fish
Debugging
Headword:
πορφυρεύω
Headword (normalized):
πορφυρεύω
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευω
IDX:
27106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27138
Key:
porfureu/w
Data
{'content': 'πορφυρεύω\n πορφῠρεύω,\n to catch purple fish.', 'key': 'porfureu/w'}