Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
πορεῖν
πός
ποσάκις
View word page
πορφυρευτικός
πορφυρευτικός πορφῠρευτικός, ή, όν of or for a purple-dyer, Eur.
ShortDef
of or for a purple-fisher or purple-dyer
Debugging
Headword:
πορφυρευτικός
Headword (normalized):
πορφυρευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορφυρευτικος
IDX:
27105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27137
Key:
porfureutiko/s
Data
{'content': 'πορφυρευτικός\n πορφῠρευτικός, ή, όν\n of or for a purple-dyer, Eur.', 'key': 'porfureutiko/s'}