Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφύρω
View word page
πορφύρα
πορφύρα πορφύρα (ῠ), Ionic -ρη, ἡ, πορφύρω the purple-fish, Lat. murex, Aesch. purple dye, purple, Hdt. = πορφυρίς, purple raiment, Aesch.

ShortDef

the purple-fish; purple dye, garment

Debugging

Headword:
πορφύρα
Headword (normalized):
πορφύρα
Headword (normalized/stripped):
πορφυρα
IDX:
27102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27134
Key:
porfu/ra

Data

{'content': 'πορφύρα\n πορφύρα (ῠ), Ionic -ρη, ἡ,\n πορφύρω\n the purple-fish, Lat. murex, Aesch.\n purple dye, purple, Hdt.\n = πορφυρίς, purple raiment, Aesch.', 'key': 'porfu/ra'}