Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
View word page
πορτιτρόφος
πορτιτρόφος πορτι-τρόφος, ον, τρέφω nourishing calves, Hhymn.
ShortDef
nourishing calves
Debugging
Headword:
πορτιτρόφος
Headword (normalized):
πορτιτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πορτιτροφος
IDX:
27101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27133
Key:
portitro/fos
Data
{'content': 'πορτιτρόφος\n πορτι-τρόφος, ον,\n τρέφω\n nourishing calves, Hhymn.', 'key': 'portitro/fos'}