Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
πορφυροπώλης
View word page
πόρτις
πόρτις .πόρτῐς, ιος, ἡ, a calf, young heifer, Il., Soph.:— a young cow, Theocr., Mosch.

ShortDef

a calf, young heifer

Debugging

Headword:
πόρτις
Headword (normalized):
πόρτις
Headword (normalized/stripped):
πορτις
IDX:
27100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27132
Key:
po/rtis

Data

{'content': 'πόρτις\n .πόρτῐς, ιος, ἡ,\n a calf, young heifer, Il., Soph.:— a young cow, Theocr., Mosch.', 'key': 'po/rtis'}