Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρίς
πορφυρίων
πορφυροειδής
View word page
πόρταξ
πόρταξ πόρταξ, ακος, = πόρτις a calf, Il.
ShortDef
a calf
Debugging
Headword:
πόρταξ
Headword (normalized):
πόρταξ
Headword (normalized/stripped):
πορταξ
IDX:
27099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27131
Key:
po/rtac
Data
{'content': 'πόρταξ\n πόρταξ, ακος,\n = πόρτις\n a calf, Il.', 'key': 'po/rtac'}