Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνενδοίαστος
ἀνεξάλειπτος
View word page
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμοτρεφής τρέφω fed by the wind, of a wave, Il.; ἔγχος ἀνεμ. a spear from a tree reared by the wind, i. e. made tough by battling with the wind, Il.

ShortDef

fed by the wind

Debugging

Headword:
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized):
ἀνεμοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ανεμοτρεφης
IDX:
2712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2713
Key:
a)nemotrefh/s

Data

{'content': 'ἀνεμοτρεφής\n τρέφω\n fed by the wind, of a wave, Il.; ἔγχος ἀνεμ. a spear from a tree reared by the wind, i. e. made tough by battling with the wind, Il.', 'key': 'a)nemotrefh/s'}