Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
View word page
πορρωτέρωθεν
πορρωτέρωθεν from a more distant point, Isocr. of Time, from long, long ago, Eur., Plat., etc.
ShortDef
from a more distant point
Debugging
Headword:
πορρωτέρωθεν
Headword (normalized):
πορρωτέρωθεν
Headword (normalized/stripped):
πορρωτερωθεν
IDX:
27096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27128
Key:
porrwte/rwqen
Data
{'content': 'πορρωτέρωθεν\n from a more distant point, Isocr.\n of Time, from long, long ago, Eur., Plat., etc.', 'key': 'porrwte/rwqen'}