Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτικός
View word page
πόρπη
πόρπη πόρπη, ἡ, πείρω = περόνη a buckle-pin, Eur.;—in pl. a buckle or brooch, Il., Eur.

ShortDef

a buckle-pin

Debugging

Headword:
πόρπη
Headword (normalized):
πόρπη
Headword (normalized/stripped):
πορπη
IDX:
27095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27127
Key:
po/rph

Data

{'content': 'πόρπη\n πόρπη, ἡ,\n πείρω\n = περόνη\n a buckle-pin, Eur.;—in pl. a buckle or brooch, Il., Eur.', 'key': 'po/rph'}