Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
πορφυρεύς
View word page
πορπάω
πορπάω πορπάω, to fasten with a buckle, to buckle or pin down, Aesch.
ShortDef
to fasten with a buckle, to buckle
Debugging
Headword:
πορπάω
Headword (normalized):
πορπάω
Headword (normalized/stripped):
πορπαω
IDX:
27094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27126
Key:
porpa/w
Data
{'content': 'πορπάω\n πορπάω,\n to fasten with a buckle, to buckle or pin down, Aesch.', 'key': 'porpa/w'}