Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
πορφύρεος
View word page
πόρπαξ
πόρπαξ πόρπαξ, ᾱκος, the handle of a shield, Soph., Eur., etc.; ἔχουσι πόρπακας αἱ ἀσπίδες, i. e. they are ready for use, Ar. part of a horseʼs headgear, Eur.

ShortDef

the handle

Debugging

Headword:
πόρπαξ
Headword (normalized):
πόρπαξ
Headword (normalized/stripped):
πορπαξ
IDX:
27093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27125
Key:
po/rpac

Data

{'content': 'πόρπαξ\n πόρπαξ, ᾱκος,\n the handle of a shield, Soph., Eur., etc.; ἔχουσι πόρπακας αἱ ἀσπίδες, i. e. they are ready for use, Ar.\n part of a horseʼs headgear, Eur.', 'key': 'po/rpac'}