Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
πορτιτρόφος
πορφύρα
View word page
πόρπαμα
πόρπαμα πόρπᾱμα, ατος, τό, πορπάω a garment fastened with a πόρπη, in pl., Eur.

ShortDef

garment fastened with a πόρπη

Debugging

Headword:
πόρπαμα
Headword (normalized):
πόρπαμα
Headword (normalized/stripped):
πορπαμα
IDX:
27092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27124
Key:
po/rpama

Data

{'content': 'πόρπαμα\n πόρπᾱμα, ατος, τό,\n πορπάω\n a garment fastened with a πόρπη, in pl., Eur.', 'key': 'po/rpama'}