Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
πόρτις
View word page
πορνοφίλης
πορνοφίλης φιλέω loving harlots, Anth.

ShortDef

loving harlots

Debugging

Headword:
πορνοφίλης
Headword (normalized):
πορνοφίλης
Headword (normalized/stripped):
πορνοφιλης
IDX:
27090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27122
Key:
pornofi/las

Data

{'content': 'πορνοφίλης\n φιλέω\n loving harlots, Anth.', 'key': 'pornofi/las'}