Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
πόρταξ
View word page
πορνοβοσκός
πορνοβοσκός πορνο-βοσκός, οῦ, ὁ, a brothel-keeper, Aeschin., Dem.
ShortDef
a brothel-keeper
Debugging
Headword:
πορνοβοσκός
Headword (normalized):
πορνοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκος
IDX:
27089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27121
Key:
pornobosko/s
Data
{'content': 'πορνοβοσκός\n πορνο-βοσκός, οῦ, ὁ,\n a brothel-keeper, Aeschin., Dem.', 'key': 'pornobosko/s'}