Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
πορσύνω
View word page
πορνοβοσκία
πορνοβοσκία πορνοβοσκία, ἡ, the trade of a brothel-keeper, Aeschin.
ShortDef
the trade of a brothel-keeper
Debugging
Headword:
πορνοβοσκία
Headword (normalized):
πορνοβοσκία
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκια
IDX:
27088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27120
Key:
pornoboski/a
Data
{'content': 'πορνοβοσκία\n πορνοβοσκία, ἡ,\n the trade of a brothel-keeper, Aeschin.', 'key': 'pornoboski/a'}