Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
προσωνέομαι
View word page
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκέω πορνοβοσκέω, fut. -ήσω to keep a brothel, Ar.
ShortDef
to keep a brothel
Debugging
Headword:
πορνοβοσκέω
Headword (normalized):
πορνοβοσκέω
Headword (normalized/stripped):
πορνοβοσκεω
IDX:
27087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27119
Key:
pornoboske/w
Data
{'content': 'πορνοβοσκέω\n πορνοβοσκέω,\n fut. -ήσω\n to keep a brothel, Ar.', 'key': 'pornoboske/w'}