Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
πορρωτέρωθεν
View word page
πορνικός
πορνικός πορνικός, ή, όν πόρνη of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.
ShortDef
of or for a prostitute
Debugging
Headword:
πορνικός
Headword (normalized):
πορνικός
Headword (normalized/stripped):
πορνικος
IDX:
27086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27118
Key:
porniko/s
Data
{'content': 'πορνικός\n πορνικός, ή, όν\n πόρνη\n of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.', 'key': 'porniko/s'}