Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
πόρπη
View word page
πορνίδιον
πορνίδιον πορνίδιον, ου, τό, Dim. of πόρνη, Ar., etc.
ShortDef
prostitute (dim. of πόρνη)
Debugging
Headword:
πορνίδιον
Headword (normalized):
πορνίδιον
Headword (normalized/stripped):
πορνιδιον
IDX:
27085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27117
Key:
porni/dion
Data
{'content': 'πορνίδιον\n πορνίδιον, ου, τό,\n Dim. of πόρνη, Ar., etc.', 'key': 'porni/dion'}