Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
πόρος
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπάω
View word page
πόρνη
πόρνη πόρνη, ἡ, πέρνημι a harlot, prostitute, Ar.
ShortDef
a prostitute
Debugging
Headword:
πόρνη
Headword (normalized):
πόρνη
Headword (normalized/stripped):
πορνη
IDX:
27084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27116
Key:
po/rnh
Data
{'content': 'πόρνη\n πόρνη, ἡ,\n πέρνημι\n a harlot, prostitute, Ar.', 'key': 'po/rnh'}