Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνοφίλης
View word page
πόρκης
πόρκης .πόρκης, ου, ὁ, a ring or hoop, passed round the joint of the spearhead and shaft, Il.

ShortDef

a ring, hoop

Debugging

Headword:
πόρκης
Headword (normalized):
πόρκης
Headword (normalized/stripped):
πορκης
IDX:
27080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27112
Key:
po/rkhs

Data

{'content': 'πόρκης\n .πόρκης, ου, ὁ,\n a ring or hoop, passed round the joint of the spearhead and shaft, Il.', 'key': 'po/rkhs'}