Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
View word page
ποριστικός
ποριστικός ποριστικός, ή, όν πορίζω able to furnish, Xen.
ShortDef
able to furnish
Debugging
Headword:
ποριστικός
Headword (normalized):
ποριστικός
Headword (normalized/stripped):
ποριστικος
IDX:
27079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27111
Key:
poristiko/s
Data
{'content': 'ποριστικός\n ποριστικός, ή, όν\n πορίζω\n able to furnish, Xen.', 'key': 'poristiko/s'}