Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
πορνεία
πορνεῖον
View word page
πορθμίς
πορθμίς πορθμίς, ίδος, ἡ, = πορθμεῖον II a ship, boat, Eur.
ShortDef
a ship, boat
Debugging
Headword:
πορθμίς
Headword (normalized):
πορθμίς
Headword (normalized/stripped):
πορθμις
IDX:
27072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27104
Key:
porqmi/s
Data
{'content': 'πορθμίς\n πορθμίς, ίδος, ἡ,\n = πορθμεῖον II\n a ship, boat, Eur.', 'key': 'porqmi/s'}