Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
ποριστικός
πόρκης
View word page
πορθμευτικός
πορθμευτικός πορθμευτικός, ή, όν engaged as a ferryman, Arist.

ShortDef

engaged as a ferryman

Debugging

Headword:
πορθμευτικός
Headword (normalized):
πορθμευτικός
Headword (normalized/stripped):
πορθμευτικος
IDX:
27070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27102
Key:
porqmeutiko/s

Data

{'content': 'πορθμευτικός\n πορθμευτικός, ή, όν\n engaged as a ferryman, Arist.', 'key': 'porqmeutiko/s'}