Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
ποριστής
View word page
πόρθμευμα
πόρθμευμα πόρθμευμα, ατος, τό, a passage, ferry, ὠκύπορον π. ἀχέων, of the river Acheron, Aesch.

ShortDef

a passage, ferry

Debugging

Headword:
πόρθμευμα
Headword (normalized):
πόρθμευμα
Headword (normalized/stripped):
πορθμευμα
IDX:
27068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27100
Key:
po/rqmeuma

Data

{'content': 'πόρθμευμα\n πόρθμευμα, ατος, τό,\n a passage, ferry, ὠκύπορον π. ἀχέων, of the river Acheron, Aesch.', 'key': 'po/rqmeuma'}