Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνενδεής
View word page
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοσκεπής σκέπη sheltering from the wind, Il.
ShortDef
sheltering from the wind
Debugging
Headword:
ἀνεμοσκεπής
Headword (normalized):
ἀνεμοσκεπής
Headword (normalized/stripped):
ανεμοσκεπης
IDX:
2709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2710
Key:
a)nemoskeph/s
Data
{'content': 'ἀνεμοσκεπής\n σκέπη\n sheltering from the wind, Il.', 'key': 'a)nemoskeph/s'}