Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
πόρις
View word page
πορθμεῖον
πορθμεῖον πορθμεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό, πορθμός a place for crossing, a passage over, ferry, Hdt. a passage-boat, ferry-boat, Hdt., Xen. the fare of the ferry, ferrymanʼs fee, Luc.

ShortDef

a place for crossing, a passage over, ferry

Debugging

Headword:
πορθμεῖον
Headword (normalized):
πορθμεῖον
Headword (normalized/stripped):
πορθμειον
IDX:
27067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27099
Key:
porqmei=on

Data

{'content': 'πορθμεῖον\n πορθμεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό,\n πορθμός\n a place for crossing, a passage over, ferry, Hdt.\n a passage-boat, ferry-boat, Hdt., Xen.\n the fare of the ferry, ferrymanʼs fee, Luc.', 'key': 'porqmei=on'}