Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
πορισμός
View word page
πορθήτωρ
πορθήτωρ πορθήτωρ, ορος, ὁ, = πορθητής, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πορθήτωρ
Headword (normalized):
πορθήτωρ
Headword (normalized/stripped):
πορθητωρ
IDX:
27066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27098
Key:
porqh/twr
Data
{'content': 'πορθήτωρ\n πορθήτωρ, ορος, ὁ,\n = πορθητής, Aesch.', 'key': 'porqh/twr'}