Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
πόριμος
View word page
πορθητής
πορθητής πορθητής, οῦ, ὁ, from πορθέω a destroyer, ravager, Eur.
ShortDef
a destroyer, ravager
Debugging
Headword:
πορθητής
Headword (normalized):
πορθητής
Headword (normalized/stripped):
πορθητης
IDX:
27065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27097
Key:
porqhth/s
Data
{'content': 'πορθητής\n πορθητής, οῦ, ὁ,\n from πορθέω\n a destroyer, ravager, Eur.', 'key': 'porqhth/s'}