Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμίς
πορθμός
πορίζω
View word page
πόρθησις
πόρθησις πόρθησις, εως, from πορθέω the sack of a town, Dem.
ShortDef
the sack
Debugging
Headword:
πόρθησις
Headword (normalized):
πόρθησις
Headword (normalized/stripped):
πορθησις
IDX:
27064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27096
Key:
po/rqhsis
Data
{'content': 'πόρθησις\n πόρθησις, εως,\n from πορθέω\n the sack of a town, Dem.', 'key': 'po/rqhsis'}