Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτικός
πορθμεύω
View word page
πορευτός
πορευτός πορευτός, ή, όν gone over, passed, passable, Polyb.; καιρὸς π. the season for travelling, Polyb. act. going, travelling, Aesch.
ShortDef
gone over, passed, passable
Debugging
Headword:
πορευτός
Headword (normalized):
πορευτός
Headword (normalized/stripped):
πορευτος
IDX:
27061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27093
Key:
poreuto/s
Data
{'content': 'πορευτός\n πορευτός, ή, όν\n gone over, passed, passable, Polyb.; καιρὸς π. the season for travelling, Polyb.\n act. going, travelling, Aesch.', 'key': 'poreuto/s'}