Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
View word page
πορεύσιμος
πορεύσιμος πορεύσιμος, ον, that may be crossed, passable, Xen.:—of a road, possible to pass, Eur.
ShortDef
that may be crossed, passable
Debugging
Headword:
πορεύσιμος
Headword (normalized):
πορεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
πορευσιμος
IDX:
27059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27091
Key:
poreu/simos
Data
{'content': 'πορεύσιμος\n πορεύσιμος, ον,\n that may be crossed, passable, Xen.:—of a road, possible to pass, Eur.', 'key': 'poreu/simos'}