Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
πορθμεῖον
πόρθμευμα
View word page
πόρευμα
πόρευμα πόρευμα, ατος, τό, a place in which one walks, βροτῶν πορεύματα their haunts, Aesch.
ShortDef
a place in which one walks
Debugging
Headword:
πόρευμα
Headword (normalized):
πόρευμα
Headword (normalized/stripped):
πορευμα
IDX:
27058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27090
Key:
po/reuma
Data
{'content': 'πόρευμα\n πόρευμα, ατος, τό,\n a place in which one walks, βροτῶν πορεύματα their haunts, Aesch.', 'key': 'po/reuma'}