Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
πορθήτωρ
View word page
ποππυσμός
ποππυσμός ποππυσμός, οῦ, ὁ, ποππύζω a whistling, Xen.

ShortDef

a whistling

Debugging

Headword:
ποππυσμός
Headword (normalized):
ποππυσμός
Headword (normalized/stripped):
ποππυσμος
IDX:
27056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27088
Key:
poppusmo/s

Data

{'content': 'ποππυσμός\n ποππυσμός, οῦ, ὁ,\n ποππύζω\n a whistling, Xen.', 'key': 'poppusmo/s'}