Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
πόρθησις
πορθητής
View word page
ποππυλιάζω
ποππυλιάζω ποππῠλῐάζω, =ποππύζω I, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποππυλιάζω
Headword (normalized):
ποππυλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ποππυλιαζω
IDX:
27055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27087
Key:
poppulia/zw

Data

{'content': 'ποππυλιάζω\n ποππῠλῐάζω,\n =ποππύζω I, Theocr.', 'key': 'poppulia/zw'}