Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
πορθέω
View word page
ποποποῖ
ποποποῖ cry of the hoopoe, Ar.

ShortDef

cry of the hoopoe

Debugging

Headword:
ποποποῖ
Headword (normalized):
ποποποῖ
Headword (normalized/stripped):
ποποποι
IDX:
27053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27085
Key:
popopoi=

Data

{'content': 'ποποποῖ\n cry of the hoopoe, Ar.', 'key': 'popopoi='}