Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
πόρευμα
πορεύσιμος
πορευτέος
πορευτός
πορεύω
View word page
πόποι
πόποι exclam. of surprise, anger or pain, ὦ πόποι oh strange! oh shame! Hom., Trag.
ShortDef
oh strange! oh shame!
Debugging
Headword:
πόποι
Headword (normalized):
πόποι
Headword (normalized/stripped):
ποποι
IDX:
27052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27084
Key:
po/poi
Data
{'content': 'πόποι\n exclam. of surprise, anger or pain, ὦ πόποι oh strange! oh shame! Hom., Trag.', 'key': 'po/poi'}