Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
ποππυσμός
πορεία
View word page
πόντος
πόντος .πόντος, ου, the sea, esp. the open sea, Hom., etc. of special seas, π. Ἰκάριος, Θρηίκιος Il.; ὁ Αἰγαῖος π. Hdt.; Ἰόνιος, Σαρωνικός, Σικελός, Eur.:—but most commonly π. Εὔξεινος Eur.; ὁ Εὔξεινος π. Hdt.; generally called simply ὁ Πόντος or Πόντος, Hdt., Attic

ShortDef

Pontus
the sea

Debugging

Headword:
πόντος
Headword (normalized):
πόντος
Headword (normalized/stripped):
ποντος
IDX:
27047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27079
Key:
po/ntos

Data

{'content': 'πόντος\n .πόντος, ου,\n the sea, esp. the open sea, Hom., etc.\n of special seas, π. Ἰκάριος, Θρηίκιος Il.; ὁ Αἰγαῖος π. Hdt.; Ἰόνιος, Σαρωνικός, Σικελός, Eur.:—but most commonly π. Εὔξεινος Eur.; ὁ Εὔξεινος π. Hdt.; generally called simply ὁ Πόντος or Πόντος, Hdt., Attic', 'key': 'po/ntos'}