πόντος
πόντος
.πόντος, ου,
the sea, esp. the open sea, Hom., etc.
of special seas, π. Ἰκάριος, Θρηίκιος Il.; ὁ Αἰγαῖος π. Hdt.; Ἰόνιος, Σαρωνικός, Σικελός, Eur.:—but most commonly π. Εὔξεινος Eur.; ὁ Εὔξεινος π. Hdt.; generally called simply ὁ Πόντος or Πόντος, Hdt., Attic