Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
πόπαξ
ποπάς
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
ποππυλιάζω
View word page
ποντοπόρος
ποντοπόρος ποντο-πόρος, ον, πορεύομαι passing over the sea, seafaring, of ships, Hom., Soph.

ShortDef

passing over the sea, seafaring

Debugging

Headword:
ποντοπόρος
Headword (normalized):
ποντοπόρος
Headword (normalized/stripped):
ποντοπορος
IDX:
27045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27077
Key:
pontopo/ros

Data

{'content': 'ποντοπόρος\n ποντο-πόρος, ον,\n πορεύομαι\n passing over the sea, seafaring, of ships, Hom., Soph.', 'key': 'pontopo/ros'}