Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
ποπάνευμα
πόπανον
View word page
ποντοθήρης
ποντοθήρης ποντο-θήρης, ου, ὁ, one who fishes in the sea, Anth.

ShortDef

one who fishes in the sea

Debugging

Headword:
ποντοθήρης
Headword (normalized):
ποντοθήρης
Headword (normalized/stripped):
ποντοθηρης
IDX:
27039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27071
Key:
pontoqh/rhs

Data

{'content': 'ποντοθήρης\n ποντο-θήρης, ου, ὁ,\n one who fishes in the sea, Anth.', 'key': 'pontoqh/rhs'}