Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδρομος
ἀναμολεῖν
ἀνεμοσκεπής
ἄνεμος
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμόομαι
ἀνέμπληκτος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
View word page
ἀνεμίζομαι
ἀνεμίζομαι ἄνεμος Pass. to be driven with the wind, NTest.

ShortDef

to be driven with the wind

Debugging

Headword:
ἀνεμίζομαι
Headword (normalized):
ἀνεμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεμιζομαι
IDX:
2706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2707
Key:
a)nemi/zomai

Data

{'content': 'ἀνεμίζομαι\n ἄνεμος\n Pass. to be driven with the wind, NTest.', 'key': 'a)nemi/zomai'}