Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
πόντος
View word page
πόντισμα
πόντισμα πόντισμα, ατος, τό, ποντίζω that which is cast into the sea, esp. as an offering, Eur.

ShortDef

that which is cast into the sea

Debugging

Headword:
πόντισμα
Headword (normalized):
πόντισμα
Headword (normalized/stripped):
ποντισμα
IDX:
27037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27069
Key:
po/ntisma

Data

{'content': 'πόντισμα\n πόντισμα, ατος, τό,\n ποντίζω\n that which is cast into the sea, esp. as an offering, Eur.', 'key': 'po/ntisma'}