Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
View word page
Ποντικός
Ποντικός Ποντικός, ή, όν from Pontus, Pontic, Il. δένδρεον, prob., the bird-cherry, Hdt.
ShortDef
from Pontus, Pontic
Debugging
Headword:
Ποντικός
Headword (normalized):
ποντικός
Headword (normalized/stripped):
ποντικος
IDX:
27035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27067
Key:
*pontiko/s
Data
{'content': 'Ποντικός\n Ποντικός, ή, όν\n from Pontus, Pontic, Il. δένδρεον, prob., the bird-cherry, Hdt.', 'key': '*pontiko/s'}