Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
View word page
ποντιάς
ποντιάς ποντιάς, άδος, poet. fem. of πόντιος, Pind., Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποντιάς
Headword (normalized):
ποντιάς
Headword (normalized/stripped):
ποντιας
IDX:
27033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27065
Key:
pontia/s
Data
{'content': 'ποντιάς\n ποντιάς, άδος,\n poet. fem. of πόντιος, Pind., Eur.', 'key': 'pontia/s'}