Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
πόντονδε
View word page
πονητέος
πονητέος πονητέος, ον, verb. adj. of πονέω one must toil, Plat.

ShortDef

one must toil

Debugging

Headword:
πονητέος
Headword (normalized):
πονητέος
Headword (normalized/stripped):
πονητεος
IDX:
27031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27063
Key:
ponhte/os

Data

{'content': 'πονητέος\n πονητέος, ον,\n verb. adj. of πονέω\n one must toil, Plat.', 'key': 'ponhte/os'}