Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντομέδων
View word page
πονηρόφιλος
πονηρόφιλος πονηρό-φῐλος, ον, fond of bad men, Arist.

ShortDef

fond of bad men

Debugging

Headword:
πονηρόφιλος
Headword (normalized):
πονηρόφιλος
Headword (normalized/stripped):
πονηροφιλος
IDX:
27030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27062
Key:
ponhro/filos

Data

{'content': 'πονηρόφιλος\n πονηρό-φῐλος, ον,\n fond of bad men, Arist.', 'key': 'ponhro/filos'}