Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
ποντόθεν
View word page
πονηροκρατία
πονηροκρατία πονηροκρᾰτία, ἡ, government of the bad, Arist.
ShortDef
government of the bad
Debugging
Headword:
πονηροκρατία
Headword (normalized):
πονηροκρατία
Headword (normalized/stripped):
πονηροκρατια
IDX:
27028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27060
Key:
ponhrokrati/a
Data
{'content': 'πονηροκρατία\n πονηροκρᾰτία, ἡ,\n government of the bad, Arist.', 'key': 'ponhrokrati/a'}