Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πομποστολέω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολύζω
πομφόλυξ
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρός
πονηρόφιλος
πονητέος
πόνος
ποντιάς
ποντίζω
Ποντικός
πόντιος
πόντισμα
View word page
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατέομαι πονηρο-κρᾰτέομαι, Pass. to be governed by the bad, Arist.
ShortDef
to be governed by the bad
Debugging
Headword:
πονηροκρατέομαι
Headword (normalized):
πονηροκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
πονηροκρατεομαι
IDX:
27027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27059
Key:
ponhrokrate/omai
Data
{'content': 'πονηροκρατέομαι\n πονηρο-κρᾰτέομαι,\n Pass. to be governed by the bad, Arist.', 'key': 'ponhrokrate/omai'}